- απονέμομαι
- απονέμομαι, απονεμήθηκα, απονεμημένος βλ. πίν. 126
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εγκληρούμαι — ἐγκληροῡμαι ( όομαι) (Α) απονέμομαι με κλήρωση … Dictionary of Greek
προσκληρώ — όω, Α [κληρῶ] 1. διανέμω με κλήρο («ἄχθη γὰρ ὅτι τούτῳ τῷ βίῳ ἡ τύχη προσεκλήρωσέ σε», Λουκ.) 2. απονέμω, προσδίδω 3. παθ. προσκληροῡμαι, όομαι α) απονέμομαι, αποδίδομαι β) ενώνομαι με κάποιον και τόν ακολουθώ, προσκολλώμαι («καί τινές ἐξ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
συλλαγχάνω — και αττ. τ. ξυλλαγχάνω Α [λαγχάνω] απονέμομαι με κλήρο μαζί με κάποιον ή ενώνομαι με κάποιον με κλήρο («οἱ ἀγαθοί τοῑς ὁμοίοις ξυλλήξονται», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
συνεπιδαψιλεύομαι — Α απονέμομαι επίσης με αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιδαψιλεύω «χορηγώ πλουσιοπάροχα»] … Dictionary of Greek